εκθερμαίνω — ἐκθερμαίνω (Α) μσν. θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς αρχ. 1. θερμαίνω εντελώς 2. εξάπτομαι 3. με θέρμανση εξατμίζω 4. εξαλείφω … Dictionary of Greek
συνεκθερμαίνω — Α 1. εκθερμαίνω συγχρόνως 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»] … Dictionary of Greek
διεκθερμαίνω — (Μ διεκθερμαίνω) [εκθερμαίνω] νεοελλ. θερμαίνω ένα υλικό τοποθετώντας το δοχείο που τό περιέχει μέσα σε μεγαλύτερο δοχείο με ζεστό νερό μσν. θερμαίνω καλά … Dictionary of Greek
θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… … Dictionary of Greek
προεκθερμαίνω — Α προθερμαίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω εντελώς»] … Dictionary of Greek