ἐκθερμαίνω

ἐκθερμαίνω
ἐκθερμ-αίνω, strengthd. for θερμαίνω,
A warm thoroughly, Arist. HA580a9, Pr.878a38, Philostr. Gym.35 ;

ποτῷ γυῖα Nic.Al.461

:— [voice] Pass., become hot, Hp.VM16, Arist.Pr.863b27 ; with wine, Timae. 114.
II cause to evaporate by heat, Arist.Pr.870a17 ([voice] Pass.) : metaph.,

τὸν εὐρῶτα τῆς ψυχῆς οὐκ ἐκτεθέρμαγκε διὰ φιλοσοφίας Plu. 2.48c

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκθερμαίνω — ἐκθερμαίνω (Α) μσν. θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς αρχ. 1. θερμαίνω εντελώς 2. εξάπτομαι 3. με θέρμανση εξατμίζω 4. εξαλείφω …   Dictionary of Greek

  • συνεκθερμαίνω — Α 1. εκθερμαίνω συγχρόνως 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι θερμό, όπως είμαι ο ίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω, εμψυχώνω»] …   Dictionary of Greek

  • διεκθερμαίνω — (Μ διεκθερμαίνω) [εκθερμαίνω] νεοελλ. θερμαίνω ένα υλικό τοποθετώντας το δοχείο που τό περιέχει μέσα σε μεγαλύτερο δοχείο με ζεστό νερό μσν. θερμαίνω καλά …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • προεκθερμαίνω — Α προθερμαίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθερμαίνω «θερμαίνω εντελώς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”